Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

In Ghobadi I trust ή To Χειροκρότημα*

Είναι δέκα χρόνια τώρα που κάθε Νοέμβρη παρακολουθώ συστηματικά το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Ο Bahman Ghobadi, τιμώμενος του φετινού 53ου Φεστιβάλ, μπήκε ξαφνικά στην φεστιβαλική ζωή μου και τ’ άλλαξε όλα!
            Γεννημένος το 1969 στο Ιρανικό Κουρδιστάν, δούλεψε δίπλα στον Kiarostami και είπε πρόσφατα ότι: «Ο Αγγελόπουλος μέσα από τις ταινίες του όπου χρησιμοποίησε κουρδόφωνους χαρακτήρες μου έδωσε την ελπίδα και την ενέργεια να γίνω κινηματογραφιστής». Έχει γυρίσει μικρού μήκους ταινίες, ντοκιμαντέρ και πέντε μεγάλου μήκους. Τα τελευταία χρόνια ζει στην Κωνσταντινούπολη αφού αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Ιράν.
            Ο κινηματογράφος που κάνει ο Ghobadi είναι δυνατός. Τριγυρνάει στο μυαλό για μέρες. Βρίσκει την ποίηση και την τρυφερότητα στις σκληρές καταστάσεις. Είναι γεμάτος από σύμβολα, εικόνες, μουσική.  Υπάρχει ένα δέντρο σχεδόν σε κάθε πλάνο στα κατά τ’ άλλα έρημα τοπία του. Αυτό το δέντρο ίσως είναι η Ελπίδα που πάντα έχουν οι ήρωές του. Οι σκιές και οι αντανακλάσεις προσθέτουν στην ποιητικότητα και δείχνουν το διαφορετικό πρόσωπο των ηρώων. Οι ήρωες του Ghobadi είναι συνήθως παιδιά. Παιδιά που πραγματικά έχουν ζήσει αυτά που δείχνει η μεγάλη οθόνη. Και αν δεν είναι παιδιά, φέρονται με τον αυθορμητισμό, την φυσικότητα και την αθωότητα των παιδιών. Αέναο αίτημά τους: η Φυγή με οποιοδήποτε τρόπο, το Ταξίδι κάπου αλλού. Είναι δύσκολο να φύγουν, προσπαθούν, δίνουν τα πάντα. Κι όταν το ταξίδι είναι έτοιμο να ξεκινήσει ο Ghobadi αφήνει τους ήρωες του στην Μοίρα τους και σβήνει την κάμερα.
            Το κινηματογραφικό σύμπαν του Ghobadi συγκινεί, εκπλήσσει, ανατριχιάζει. Ανακατεύει το γέλιο με το κλάμα, την ζωή με τον θάνατο, το κοινωνικό με το πολιτικό, την πραγματικότητα με την μυθοπλασία. Μας προσκαλεί σε μια κινηματογραφική εμπειρία που δεν είχα ζήσει μέχρι σήμερα.

Μεθυσμένα Άλογα (Drunken Horses), 2000
«Με κοιτάς σε κοιτώ και μετά σιωπή.»

Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του είναι και η πρώτη κουρδική ταινία στην ιστορία του ιρανικού σινεμά. Αφηγείται την ιστορία τεσσάρων παιδιών που προσπαθούν να σώσουν τον άρρωστο αδελφό τους σ’ ένα απομακρυσμένο χωριό του Ιράν. Τα γυρίσματα έγιναν στο χωριό που βρήκε καταφύγιο για δύο χρόνια ο σκηνοθέτης και η οικογένειά του όταν ο σκηνοθέτης ήταν παιδί. Μετά τις σπουδές του θέλησε να επιστρέψει εκεί και μαζί με τους κατοίκους να χτίσει την ιστορία που βασίζεται σε αληθινούς χαρακτήρες και καταστάσεις. Το άρρωστο παιδί συμβολίζει σύμφωνα με τον ίδιο τον Ghobadi «τον κουρδικό λαό που έχει βασανιστεί και συνεχίζει ν’ αγωνίζεται όλα αυτά τα χρόνια». Τα παιδιά που πρωταγωνιστούν παίζουν ουσιαστικά την ζωή τους. Γι’ αυτό τα  λόγια είναι φτωχά για  να περιγράψουν το μεγαλείο της θέλησής τους. 

Εικόνες που δεν μπορώ να ξεχάσω: Τα πλάνα με τα φορτωμένα άλογα μέσα στα χιόνια. Τα μάτια των παιδιών, τα δάκρυά τους και η τρυφερότητα ανάμεσά τους.


Kαι οι Χελώνες μπορούν να Πετάξουν (Turtles Can Fly), 2004
«Με κρατάς σε κρατώ και μετά γκρεμός»

Στα σύνορα Ιράκ-Τουρκίας λίγο πριν την εισβολή των Αμερικάνων μια ομάδα παιδιών προσπαθεί να επιζήσει μαζεύοντας νάρκες. Ανάμεσα τους, ένα αγόρι που «φέρνει» νέα μέσω των δορυφορικών πιάτων που εγκαθιστά στην περιοχή και ένα ορφανό κορίτσι που περιπλανιέται με τον ανάπηρο αδελφό της και ένα τρίχρονο αγοράκι. Τα παιδιά αυτά προσπαθούν να βρουν απάντηση στο βαρύ φορτίο που κουβαλάνε: να ζήσουν παρά τις αντίξοες συνθήκες ή να τα παρατήσουν γιατί ήδη έχουν ζήσει πολλά;
Είναι η πιο πολυβραβευμένη ταινία του Ghobadi  με σημαντικότερο το Βραβείο «Ταινίας Ειρήνης» στο Φεστιβάλ του Βερολίνου. 

Εικόνα που δεν μπορώ να ξεχάσω: Το κορίτσι και ο γκρεμός. Η αρχή του τέλους.


Μισοφέγγαρο (Half Moon) , 2006
«Κάτι θα κοπεί, στην καρδιά στο μυαλό»

Η προσπάθεια ενός Κούρδου, παλιού μουσικού, από το Ιράν στο Ιράκ για να  βρει τους γιους του και μια εξόριστη τραγουδίστρια ώστε να δώσουν συναυλία. Πρόκειται για ένα μαγικό ταξίδι. Μόνο ο Ghobadi μπορεί να βάλει την σωστή  δόση αγωνίας, κωμικοτραγικών καταστάσεων, συγκίνησης για την τέλεια κινηματογραφική συνταγή. Η ταινία είναι ένα ονειρικό οδοιπορικό σε απαγορευμένα μέρη. Πρόσθετα συστατικά:  η μουσική, οι δυνατοί χαρακτήρες και η άγρια ομορφιά μεταξύ της ζωής και του θανάτου. Έχει κερδίσει τέσσερα βραβεία.

Εικόνα που δεν μπορώ να ξεχάσω: Το σχολείο πάνω στο βουνό, χωρίς τοίχους. Μόνο θρανία, καρέκλες και μαθητές.


Ποιος Φοβάται τους Γάτους της Περσίας (Νο One Knows About Persian Cats), 2009
«Κι είμαστε ακόμα ζωντανοί, σαν ροκ συγκρότημα»

Η ταινία, βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, αφηγείται την ιστορία δύο μουσικών που μόλις αποφυλακίστηκαν. Προσπαθούν να βρουν διαβατήρια ώστε να φύγουν από το Ιράν προς την Ευρώπη. Γυρίστηκε κρυφά μέσα σε 17 μέρες. λόγω της λογοκρισίας που υπάρχει στο Ιράν.
Το γρήγορο, ρυθμικό μοντάζ, οι εναλλαγές εικόνων της πόλης της Τεχεράνης και η μουσική της ταινίας δεν σ’ αφήνει να πάρεις ανάσα. Ο Ghobadi μας βάζει στο σύμπαν των μουσικών που παίζουν κρυφά από το πρώτο δευτερόλεπτο. Μας παρασέρνει σε μέρη που δεν ξέραμε ότι θέλαμε να πάμε αλλά και σε μέρη που δεν γνωρίζαμε ότι υπήρχαν! Η ταινία κέρδισε στο Φεστιβάλ των Καννών το Βραβείο  «Ένα Κάποιο Βλέμμα».

Εικόνα που δεν μπορώ να ξεχάσω: Το τραγούδι του Hamed Behdad Darkub https://www.youtube.com/watch?v=ArZE4u8qZ0o


Η Εποχή του Ρινόκερου  (Rhino Season),  2012
«Και παντού σκιές και παντού καθρέφτες»

            Η τελευταία ταινία του Ghobadi πήρε το Βραβείο Καλύτερης Διεύθυνσης Φωτογραφίας στο Φεστιβάλ του San Sebastian. Ο Ghobadi βάζει στον Ρινόκερο και όλα τα προηγούμενα ζώα-σύμβολα των προηγούμενων ταινιών του (Άλογα, Χελώνες, Γάτες) σε σκηνές που είναι κρίσιμες για την έκβαση του φιλμ. Φτιάχνει για ακόμα μια φορά ένα άκρως ποιητικό σύμπαν. Έτσι κινηματογραφεΊ την ζωή του ποιητή Σάχελ μετά την αποφυλάκισή του ύστερα από 30 χρόνια.  Η ταινία βασίζεται στα ημερολόγια του Ιρανού ποιητή Σαντέγκ Καμανγκάρ.
            Κάθε πλάνο, κάθε σκηνή έχει πολλαπλές ερμηνείες. Ο ίδιος ο Ghobadi την μέρα της προβολής στο Φεστιβάλ είπε ότι: «Ο πόνος του ξεριζωμού (από το Ιράν στην Τουρκία) είναι σαν το δηλητήριο που σε τρώει. Όπως ο Μπεχρούζ Βοζουγκί (πρωταγωνιστής της ταινίας)που η ζωή του ήταν το σινεμά αλλά επί 30 χρόνια δεν μπορούσε να παίξει, όπως ο ήρωας της ταινίας ποιητής ήταν φυλακισμένος για τρεις δεκαετίες, έτσι κι εγώ αισθανόμουν φυλακισμένος. Μέσα από την Εποχή του Ρινόκερου θέλησα να εκφράσω την μοναξιά που ένιωσα. Ακολούθησα την μορφή των ποιημάτων. Η ταινία μου αφορά σε κάθε είδους φυλάκιση, όποια μορφή μπορεί να πάρει. Μ’ έκανε να κοιτάξω ρην αιχμαλωσία και τον θάνατο στα μάτια, και τελικά ξαναγεννήθηκα.». Και η πιο ώριμη ταινία του σκηνοθέτη κοιτάζει τους θεατές στα μάτια και έχει τόσα να τους πει…
           
Εικόνα που δεν μπορώ να ξεχάσω: Το κεφάλι του αλόγου μέσα στο αυτοκίνητο. Οι αντικατοπτρισμοί και οι αντανακλάσεις του Σάχελ. Τα χέρια του Σάχελ και της γυναίκας του στην πρώτη συνάντησή τους στην φυλακή με κλειστά τα μάτια.

«Κι αν μας αντέξει το σχοινί, θα φανεί στο χειροκρότημα»

            Στα Κινηματογραφικά Φεστιβάλ στο τέλος κάθε ταινίας το κοινό χειροκροτεί. Πρώτη φορά ένιωσα ότι το χειροκρότημα μετά το τέλος κάθε ταινίας του Ghobadi δεν πήγαινε μόνο στον σκηνοθέτη, αλλά και στους Ανθρώπους που έπαιξαν και μας έδειξαν την ζωή τους. Ο Ghobadi ανέφερε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι που έπαιξαν στις ταινίες του και έδειξαν την πραγματική τους ζωή, ζούνε ακόμα και σήμερα κάτω από άθλιες συνθήκες. Ο ίδιος έχει βοηθήσει αρκετούς από αυτούς οικονομικά καθώς και ήταν δίπλα τους στα προβλήματα υγείας που αντιμετώπισαν. Το παιδί που παίζει στα «Μεθυσμένα Άλογα» έχει γίνει cameraman και εργάζεται στις ταινίες του σκηνοθέτη.
            Ο Ghobadi είναι μια ευγενική ψυχή. Κι αυτό φαίνεται στις ταινίες του, στο βλέμμα του, στην ομιλία του. Πραγματικά:  In Ghobadi I trust!

 
*Ο δεύτερος τίτλος του παρόντος κειμένου και οι στίχοι κάτω από τους τίτλους των ταινιών είναι της Λίνας Νικολακοπούλου από το ομώνυμο τραγούδι.


Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

Η ιστορία που μου αφηγήθηκες χωρίς να το ξέρεις


Μπήκε στο σπίτι. Πέταξε κλειδιά, κινητό και τσάντα σε μιαν άκρη. Άνοιξε τον υπολογιστή κι έβαλε ν'ακούσει το τραγούδι που της είχε στείλει. Το άκουγε συχνά για να χαλαρώνει. Για τον ίδιο λόγο της το είχε αφιερώσει κι αυτός. Τις προάλλες στο τηλέφωνο όταν του είπε πως αγχώνεται, αυτός της είπε πως το άγχος της είναι σαν ένα μικρό τερατάκι που την τρώει καθημερινά. Γέλασε με την παρομοίωσή του. Όμως ήταν αλήθεια. 
Σήμερα  όμως στις εξετάσεις, δεν είχε καθόλου άγχος. Έγραφε και γέμιζε τις άσπρες κόλλες χαρτί με απίστευτη ηρεμία. Λίγο ο χρόνος την πίεσε προς το τέλος, αλλά "Λεπτά είναι, περνάνε έτσι και αλλιώς", σκέφτηκε. Βγήκε από το αμφιθέατρο και ο ήλιος της φώτισε το πρόσωπο. Είχαν ανακοινώσει βροχές για σήμερα. Τελικά η μέρα αποδείχτηκε ζεστή. Όλοι είχαν βγει για περίπατο στην πόλη. Ήταν σαν Πρωτομαγιά. Τίποτα δεν προμήνυε τον χειμώνα που θα έρθει.
Στο λεωφορείο του γυρισμού άνοιξε και διάβασε ποιήματα του αγαπημένου της ποιητή. Στίχο με στίχο ανακάλυπτε κι άλλες ομορφιές που δεν είχε προσέξει με τις προηγούμενες αναγνώσεις. Ο δρόμος ήταν γεμάτο στροφές. Έστρεψε το βλέμμα έξω από το παράθυρο: πέτρινα σπίτια, άλλα ανακαινισμένα και άλλα εγκαταλελειμμένα υπήρχαν στο ίδιο χωριό. Κοίταξε το σπασμένο παράθυρο ενός σπιτιού. Ο έντονος ήλιος έκανε το εσωτερικό του σπιτιού να φαίνεται ακόμα πιο σκοτεινό. Και αμέσως μετά στο διπλανό σπίτι και παράθυρο ένα κοριτσάκι  ίσα που πρόλαβε να την χαιρετήσει.
Αύριο θα κάνει την ίδια διαδρομή και ίσως την κάνει ξανά και ξανά ολόκληρο τον χειμώνα. "Μπορεί τελικά να καταφέρω ν'αφήσω στην μέση της διαδρομής το τερατάκι, όπως έκανα σήμερα.  Θα το συναντάω που και που για ένα γεια", σκέφτηκε και χαμογέλασε χωρίς κανένας να την βλέπει.

Αλλά και αυτή την διαδρομή να μην κάνει, θα βρει κάποιο άλλο μονοπάτι για να παίξει κρυφτό και κυνηγητό με το τερατάκι της!

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

Mind the Gap

Η ηθοποιός, σκηνοθέτις και σεναριογράφος Sarah Polley από τον Καναδά  με παρασύρει εδώ και χρόνια στα κινηματογραφικά της βαλς. Έχει παίξει σε πλήθος ταινιών από μικρή ηλικία (Εxotica, Existenz, The Sweet Hereafter, Go). Για πρώτη φορά την πρόσεξα  στην ταινία της Isabel Coixet «My Life Without Me» (Η Ζωή μου Χωρίς Εμένα, 2003) και μου είχε κάνει εντύπωση η χαμηλών τόνων παρουσία της στην ταινία. Υποδύονταν μια  νέα γυναίκα παντρεμένη με παιδιά  που μαθαίνει ότι έχει καρκίνο. Σχεδόν δέκα χρόνια μετά θυμάμαι ακόμα τις εκφράσεις της και την υποκριτική της που με δυο λέξεις θα την περιέγραφα ως «ήρεμη δύναμη». Δυο χρόνια αργότερα  πρωταγωνιστεί και πάλι σε ταινία της Isabel Coixet «The Secret Life of Words» (Η Μυστική Ζωή των Λέξεων, 2005) όπου μ’ εντυπωσίασε με το φυσικό της παίξιμο. Το 2006 σκηνοθετεί την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της «Αway from Her», το οποίο παίρνει εξαιρετικές κριτικές.  
Η τελευταία της ταινία «Take This Waltz» (Το Δικό μας Βαλς) που παίζεται από σήμερα στις ελληνικές αίθουσες είναι ο λόγος αυτού του κειμένου. Πραγματικά η Sarah Polley καταφέρνει να κάνει τους θεατές να την ακολουθήσουν στον «χορό» από τα πρώτα λεπτά. Η φωτογραφία, τα χρώματα, τα κοντινά πλάνα της πρωταγωνίστριας Michelle Williams και των δύο συμπρωταγωνιστών Seth Rogen και Luke Kirby είναι οι λόγοι για να εκθειάσει κάποιος το φιλμ σε πρώτο επίπεδο. Σε δεύτερο επίπεδο, το σενάριο είναι αυτό που σε  κερδίζει Είναι μια άρτια ταινία, όχι μόνο σκηνοθετικά αλλά και σεναριακά. Πολλές φορές συμβαίνει οι όμορφες αισθητικά εικόνες να μας κάνουν να θυμόμαστε μια ταινία. Για να θυμόμαστε όμως μια ταινία για πάντα πρέπει να είναι καλό και το σενάριο.
Κάποιοι παρομοίωσαν το φιλμ με την ταινία της Sofia Coppola «Χαμένοι στην Μετάφραση». Εγώ με την «Διπλή Ζωή της Βερονίκ» του Krzysztof Kieslowski ως προς την ζεστασιά των χρωμάτων, τα προσεγμένα κάδρα ένα προς ένα, αλλά και ότι μια νέα κοπέλα βρίσκεται στον κεντρικό ρόλο. Βέβαια η ταινία του Kieslowski είναι γεμάτη συμβολισμούς, ενώ η ταινία της Polley δείχνει ρεαλιστικά την ζωή μιας γυναίκας που όντας παντρεμένη ερωτεύεται κάποιον άλλο. Δεν λείπουν όμως οι ποιητικές σκηνές που παρεμβάλλονται στον ρεαλισμό, όπως η σκηνή στην πισίνα.
Η ταινία περιγράφεται ως «αστεία και γλυκόπικρη ιστορία αγάπης». Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι οι αναζητήσεις, οι προβληματισμοί, οι φόβοι κάθε γυναίκας για τις σύγχρονες σχέσεις και  η ανάγκη που έχει να δώσει και να πάρει αγάπη. Είναι το κενό που ο καθένας μας νιώθει κάποια στιγμή της ζωής του και προσπαθεί να το γεμίσει όπως νομίζει.
Αν έπρεπε να βρω κάτι αρνητικό στην ταινία, αυτό θα ήταν η άνιση κατανομή της ιστορίας. Περισσότερο από την μισή ταινία βλέπουμε την αμφιταλάντευση της Margot (Michelle Williams) ανάμεσα στους δυο άντρες. Στο υπόλοιπο μισό γίνονται τόσα πολλά που ίσως θα ήταν καλύτερα να μοιραστούν περισσότερο ομοιόμορφα και να μην μοιάζουν ξαφνικά στην κατά τ’ άλλα ρυθμική ταινία.
Αυτό το βαλς της Sarah Polley ντυμένο μουσικά με ωραία τραγούδια, παιγμένο προσεκτικά από τους ηθοποιούς και έχοντας ένα σενάριο γεμάτο νόημα αξίζει να το χορέψετε κι εσείς!

Δευτέρα 6 Αυγούστου 2012

Ας κάνουμε την καθημερινότητα ποίηση!

Και τότε είδα το κόκκινο το σύννεφο να μεγαλώνει ν᾿ ανάβει την καρδιά μου
Μίλτος Σαχτούρης

Βρέθηκα πριν λίγες μέρες για πρώτη φορά στην Καβάλα. Εκεί στην όμορφη πόλη πραγματοποιήθηκε ένα αφιέρωμα σε 9 Έλληνες ποιητές στα πλαίσια του Φεστιβάλ Φιλίππων-Θάσου. Οι δυο νύχτες που έζησα στο Κάστρο της Καβάλας εκτός από ποιητικές ήταν και κατά κάποιο τρόπο μαγικές. Η τοποθεσία, η ατμόσφαιρα και οι στίχοι αγαπημένων ποιητών με μετέφεραν αλλού. Ένιωσα ότι οι ποιητές βρίσκονταν εκεί μαζί μας, γιατί τρεις από αυτούς έστειλαν από ένα "σημάδι".
Ο Μίλτος Σαχτούρης, ήταν σαν να έστειλε το φεγγάρι, που εμφανίζεται τόσο συχνά στα ποιήματά του. H performance  "Το Βαπόρι" που παρουσιάστηκε από την Όλια Λαζαρίδου και το συγκρότημα lost bodies (Θάνος Κόης,  Αντώνης Παπασπύρου) ήταν μια παρουσίαση για τον Σαχτόυρη μέσω μουσικής, βιντεοπροβολής και ανάγνωσης ποιημάτων. Στην πίσω αυλή του κάστρου χάθηκα ακούγοντας την ηλεκτρονική μουσική των lost bodies, ακούγοντας με ρυθμικό τρόπο κάποια από τ'αγαπημένα μου ποιήματα και ατενίζοντας το φεγγάρι.
Ο Αργύρης Χιόνης ήταν σαν να μας έστειλε τα πουλιά, επαναλαμβανόμενο μοτίβο στα ποιήματά του. Στην παράσταση "Ακίνητος στου ποταμού την κοίτη" την οποία σκηνοθέτησε ο Μιχάλης Βιρβιδάκης και συνόδευσε με βιντεπροβολή ο Σταύρος Ψύλλάκης, εμφανίστηκε ένα σμήνος από γλάρους που πετάξε πάνω από το Κάστρο την ώρα του αφιερώματος. Τα ποιήματα του Χιόνη ακούστηκαν υποβλητικά και επιβλητικά διά στόματος Μιχάλη Βιρβιδάκη στην κεντρική σκηνή του Κάστρου. Μας καθήλωσε στις θέσεις μας και μας ταξίδεψε στο σύμπαν του Χιόνη γεμάτο φύση και συναισθήματα.
Στο αφιέρωμα για τον Γιάννη Βαρβέρη "... και μέχρι εκεί που πια δεν τον έβλεπε ούτε αυτή-η πολυθρόνα του" που παρουσίασε η Γεωργία Τριανταφυλλίδη μπροστά σε μια άδεια πολυθρόνα που δήλωνε την απουσία του ποιητή, εμφανίστηκε μια νυχτοπεταλούδα που μπήκε από το παράθυρο του κλειστού χώρου του Κάστρου, η οποία μας αναστάτωσε για λίγο με την παρουσιά της κι ύστερα έφυγε... Μια συνέντευξη του ποιητή, ανάγνωση των  ποιημάτων του  και ένα ποιήμα του διασκευασμένο σε τραγούδι έκανε αισθητή την παρουσία-απουσία του ποιητή.
Τέλος, αναφέρομαι στην παράσταση για την Μάτση Χατζηλαζάρου "Σβήσε το πρόσωπό μου και ξαναρχίζουμε" που σκηνοθετήθηκε από την Δήμητρα Κονδυλάκη και ερμηνέυθηκε από την Δέσποινα Παπάζογλου στο σκηνικό και στα κοστόυμια της Φωτεινής Γεωργίου. Ήταν μια παράσταση γένους θηλυκού για μια ποιήτρια που ανακάλυψα και αγάπησα εκείνο το βράδυ.    
Αισθάνομαι τυχερή που παρακολούθησα 9 διαφορετικές παρουσιάσεις-παραστάσεις, 9 ερμηνείες πάνω σε ποιητές. Οι ποιήση μπορεί να είναι για τον καθένα κάτι προσωπικό οταν την διαβάζει, αλλά η ποιήση μπορεί να γίνει συλλογική όταν παρουσιάζεται στο κοινό. Μακάρι να γίνονται συχνότερα τέτοια αφιερώματα.

Υ.Γ. Μου άρεσαν εξίσου οι αφίσες του Φεστιβάλ που βρίσκονταν σε όλη την πόλη και την χρωμάτιζαν με σκιτσαρισμένα  τα πρόσωπα των τιμώμενων ποιητών και στίχους των ποιημάτων τους. Μου θύμισε τους στίχους που βρίσκονται στο μετρό της Αθήνας κάθε χρόνο την Παγκόσμια Μέρα της Ποίησης... Αλλά μπορούμε να κάνουμε την ποίηση καθημερινό κομμάτι της ζωής μας ή... ας κάνουμε την καθημερινότητα ποίηση!

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

Μικρού μήκους ιστορία: Είσαι ο Κωνσταντίνος;

Ήταν εκείνο το καλοκαίρι που είχε κλείσει τα δεκάξι, στον γάμο της θείας του, που κατάλαβε ότι δεν θα ψήλωνε άλλο. Κοιτούσε τα ξαδέλφια του που είχαν έρθει στο χωριό για τον γάμο. Ήταν όλα πάνω-κάτω στην ίδια ηλικία με αυτόν αλλά τον περνούσαν τουλάχιστον δύο κεφάλια. Είχε περάσει πια η εποχή που όλοι έλεγαν στην μητέρα του: “Για πότε θα ψηλώσει ο Ντίνος ούτε που θα το καταλάβετε!”. Γιατί αυτός είχε παραμείνει στο ίδιο ύψος χρόνια τώρα: 1.58.
Βράδια ατέλειωτα είχε μείνει άγρυπνος να σκέφτεται πώς έτυχε σε αυτόν, αφού και οι γονείς του και οι παππούδες του θεωρούνταν κανονικοί σε ύψος. Και αργότερα να εύχεται να ήταν κορίτσι. Τα κορίτσια μεγαλώνοντας και τακούνια φοράνε και πολλές φορές οι κοντές γυναίκες θεωρούνται πιο ποθητές. Αλλά  οι κοντοί άντρες; Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε ανάψει κερί στο εκκλησάκι του χωριού του και είχε παρακαλέσει να ψηλώσει, έστω και πέντε πόντους. Κοιμόταν-ξυπνούσε, αυτός ήταν ο καημός του. Ενώ ήταν από τους καλύτερους μαθητές στο δημοτικό, μπαίνοντας στο γυμνάσιο άφησε τα μαθήματα στην άκρη, τίποτα δεν τον ενδιέφερε. Ένιωθε άνθρωπος μισός.
Για να φλερτάρει με κορίτσια της ηλικίας του, ούτε λόγος. Παρατηρούσε τους συμμαθητές του που είχαν από δυο και τρία κορίτσια να τους περιτριγυρίζουν και να τους πολιορκούν. Μα περισσότερο παρατηρούσε την Καλλιόπη. Ήταν δυο χρόνια μικρότερη του και την αγαπούσε από μακρυά χρόνια τώρα. Δεν ήξερε πώς να την πλησιάσει, δίσταζε. Ήταν ψηλότερη από αυτόν, όχι πολύ, αλλά πού ακούστηκε ζευγάρι που ο άντρας να είναι πιο κοντός από την γυναίκα! Κάποιες μέρες του έφτανε να την κοιτάζει στα διαλείμματα, να πλέκει και να ξεπλέκει τα ξανθά της μαλλιά και να παίζει σχοινάκι με τις φίλες της. Κάποιες άλλες μέρες όμως δεν άντεχε να την κοιτάζει, η θλίψη του τον έπνιγε. Έτρεχε στο πίσω μέρος του σχολείου και κλωτσούσε ό,τι έβρισκε μπροστά του: πέτρες, ντουβάρια ακόμα και τους μικρότερους σε ηλικία μαθητές. Θύμωνε για να μην κλάψει.
Η μητέρα του είχε καταλάβει τον καημό του. Προσπαθούσε να τον παρηγορήσει λέγοντάς του ότι οι μικρόσωμοι άντρες είναι γρήγοροι και ίσως θα έπρεπε να αρχίσει το ποδόσφαιρο. Συνέχεια του το έλεγε αυτό. Όταν ήταν μικρότερος κάθε φορά που του το ανέφερε, αυτός φώναζε, με μια φωνή τσιριχτή και έφευγε τρέχοντας από το σπίτι. Στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου είχε σταματήσει να μιλάει με την μάνα του, την απέφευγε. Της μιλούσε μόνο για τα απαραίτητα: φαγητό, ρούχα, χρήματα. Έμενε κλεισμένος στο δωμάτιό του, καπνίζοντας το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο με ανοιχτό παράθυρο χειμώνα-καλοκαίρι. Δεν είχε άλλα αδέλφια και θύμωνε διπλά: για το ύψος του και για την απογοήτευση που πίστευε που θα ένιωθε η μάνα του γι αυτόν.
Τελείωσε το σχολείο παίρνοντας το απολυτήριο με 13. Αμέσως μετά έφυγε για τον στρατό που τον πέρασε με πιο πολλές άγρυπνες νύχτες, με πιο πολλά τσιγάρα, με πιο πολλές σκέψεις. Ήταν ο πιο κοντός φαντάρος στον λόχο του και προφανής  λόγος για πειράγματα. Απομονωνόταν ακούγοντας ραδιόφωνο στα κρυφά και διαβάζοντας ποίηση. Μόνο τα τραγούδια και τα ποιήματα τον έβαζαν σε ένα άλλο σύμπαν ονειρικό. Ακόμα και εξοδούχος, προτιμούσε να περιπλανιέται στους δρόμους έχοντας την μορφή της Καλλιόπης στο μυαλό του, αντί να πηγαίνει με τους άλλους φαντάρους για καμάκι ή για λίγο πληρωμένο έρωτα. Με τους στίχους και την Καλλιόπη στο νου άντεξε τους  24 μήνες του στρατού.
Με το απολυτήριο του στρατού στα χέρια ανακοίνωσε στην μητέρα του ότι θα κατέβει στην Αθήνα να βρει δουλειά. Δεν άντεχε άλλο. Ούτε να τον συντηρεί η μάνα του, ούτε τα βλέμματα των παλιών συμμαθητών του που ήταν τώρα φοιτητές και είχαν μπροστά τους ένα μέλλον προδιαγεγραμμένο: οικογένεια, παιδιά, φυσιολογικά πράγματα. Έμαθε και από μία γειτόνισσα ότι η Καλλιόπη είχε φύγει στην Γερμανία για να βρει δουλειά, οπότε ποιος ο λόγος να παραμείνει εκεί;
Την ώρα του αποχαιρετισμού πονούσε για την μάνα του κι ας μην το έδειχνε.  Όμως την ίδια στιγμή δεν έβλεπε την ώρα και την στιγμή ν αφήσει πίσω το χωριό του και την μοναχική παιδική του ηλικία. Μπήκε βιαστικά στο τρένο, κάθισε στην θέση του και δεν ξανακοίταξε την μητέρα του που έκλαιγε πίσω από το τζάμι. Ανυπομονούσε να φτάσει στην Αθήνα, να χαθεί μέσα στο πλήθος και να μην είναι πια ο δακτυλοδεικτούμενος κοντοπίθαρος του χωριού.
Στην αρχή τον φιλοξένησε ένας συγγενής και μέσω κάτι γνωστών βρήκε σύντομα δουλειά στο Κ.Τ.Ε.Λ. του Κηφισού. Ζητούσαν υπεύθυνους για τα δέματα. Για τους περισσότερους το μέρος αυτό ήταν από τα πιο καταθλιπτικά που υπήρχαν, σκοτεινό και βρώμικο αναδίδοντας την μελαγχολία που έχουν όλα τα μέρη του αποχωρισμού.
Ο Ντίνος όμως αγάπησε αυτό το μέρος από την πρώτη μέρα. Καθημερινά ερχόταν σε επαφή με εκατοντάδες ανθρώπους που του ζητούσαν πληροφορίες και δεν τον έκριναν για την εξωτερική του εμφάνιση. Αυτοί οι άνθρωποι, οι άγνωστοι, έγιναν οι μοναδικοί του φίλοι. Προτιμούσε να κάνει υπερωρίες και ποτέ δεν έπαιρνε τα ρεπό του. Έτσι δεν έμενε ποτέ μόνος. Του άρεσαν όλα τα κομμάτια της δουλειάς του, γιατί σαν υπεύθυνος αποθήκης είχε πολλές αρμοδιότητες: από την ταξινόμηση των δεμάτων μέχρι το άνοιγμα και το κλείσιμο της αποθήκης με δικό του κλειδί.
Το αγαπημένο του όμως κομμάτι ήταν την στιγμή που ανακοίνωνε πως οι επιβάτες πρέπει να τοποθετήσουν τις αποσκευές τους στο λεωφορείο που ήταν έτοιμο για αναχώρηση.  Ήταν κάτι για το οποίο ζούσε και ανέπνεε. Κάθέ μέρα έκανε οχτώ φορές την ίδια ανακοίνωση: “Oι αποσκευές για Κέρκυρα…Έλα για Κέρκυρα”. Μπορεί αυτές οι στιγμές να κρατούσαν δευτερόλεπτα, όμως για τον Ντίνο έμοιαζαν να κρατάνε περισσότερο. Εκείνες τις στιγμές ήταν σαν να ψήλωνε, ανέβαινε θαρρείς πιο ψηλά από τους επιβάτες. Και εκείνοι ακούγοντας την χαρακτηριστική τσιριχτή του φωνή, επιτάχυναν τις κινήσεις τους, έτρεχαν κοντά του να του δώσουν τις βαλίτσες τους. Ο Ντίνος πάντα έπαιρνε τις βαλίτσες όσο πιο προσεχτικά μπορούσε. Γνώριζε ότι μέσα σ αυτές κάθε άνθρωπος είχε κλείσει τα απαραίτητα και πιο σημαντικά που ήθελε να πάρει μαζί του.
Αυτοί οι άνθρωποι, οι άγνωστοι φίλοι του, του εμπιστεύονταν τα προσωπικά τους αντικείμενα έστω και για λίγο. Και ποτέ μα ποτέ ο Ντίνος δεν είχε κάνει το παραμικρό λάθος, την παραμικρή ζημιά. Κανένας επιβάτης όλα αυτά τα  χρόνια δεν είχε παραπονεθεί για την απώλεια αποσκευών. Έτσι οχτώ φορές την ημέρα ο Ντίνος γινότανε μέσα στο μυαλό του ο Κωνσταντίνος που ποτέ κανείς δεν τον φώναξε έτσι, παρά μόνο ο παπάς που τον βάφτισε. Γινότανε ο πιο σημαντικός υπεύθυνος αποθήκης σε όλο το Κ.Τ.Ε.Λ.
Όμως αγαπούσε και για ένα άλλο λόγο αυτή τη στιγμή. Τριάντα χρόνια τώρα περίμενε κάθε μέρα την Καλλιόπη να έρθει να την εξυπηρετήσει. Και είχε σκηνοθετήσει όλη την σκηνή μέσα στο μυαλό του. Αυτή την φορά σίγουρα θα της μιλούσε. Θα της απευθυνόταν ευγενικά: “Μου δίνετε τις αποσκευές σας, παρακαλώ;”. Ύστερα αυτή σίγουρα θα τον θυμόταν και θα του έλεγε: “Είσαι ο Κωνσταντίνος;”. Και αυτός θα της ζητούσε να πάνε για καφέ στην επιστροφή από το ταξίδι της. Μετά από εκείνο τον καφέ ο Ντίνος ήξερε ότι δεν θα αποχωρίζονταν ξανά ποτέ την Καλλιόπη. Θα συνέχιζε να πηγαίνει στην δουλειά του, να βλέπει τους ανθρώπους να χωρίζουν και να σμίγουν. Όμως αυτός θα γυρνούσε σπίτι παίρνοντας πια όλα τα ρεπό του για να βγάλει την Καλλιόπη έξω κι ύστερα να χαϊδέψει τα μαλλιά της. Και η μητέρα του, αν και γριά πια θα μπορούσε να είναι περήφανη για τον γιο της.

Ο Ντίνος σβήνει στα γρήγορα το τσιγάρο του, είναι 10.55. Στις 11.00 το λεωφορείο αναχωρεί. “Oι αποσκευές για Κέρκυρα…Έλα για Κέρκυρα”.

Τρίτη 3 Απριλίου 2012

I Αm Τhe Spring!


Αυτό το δέντρο το κοιτάζω καθημερινά τους τελευταίους έξι μήνες. Ή μάλλον, το παρατηρώ. Νόμιζα ότι είναι στην αυλή της διπλανής μονοκατοικίας και θεωρούσα τυχερούς τους γείτονες. Μετά από κάμποσο καιρό κατάλαβα ότι είναι στην αυλή της πολυκατοικίας που νοικιάζω το μικρό μου διαμέρισμα. Άραγε ποιος το φύτεψε και πριν από πόσα χρόνια ;  
Το Φθινόπωρο το δέντρο ήταν όμορφο μες στην γύμνια του, τον Χειμώνα ακόμα πιο όμορφο στολισμένο με χιόνια. Όμως τώρα, την Άνοιξη που μέσα σε μόλις τρεις μέρες άνθισε, είναι σαν ζωγραφιά… Όταν ήμουν μικρή μου άρεσε πολύ να ζωγραφίζω τις τέσσερις εποχές. Χώριζα ένα άσπρο χαρτί στα τέσσερα και όντας μαθήτρια πάντα ξεκινούσα με το Φθινόπωρο και τελείωνα με το Καλοκαίρι. Κεντρικό θέμα ήταν ένα δέντρο. Και τώρα είναι σαν να βλέπω το ζωγραφιστό μου δέντρο ξανά μετά από χρόνια να μου συστήνει την Άνοιξη.
Για μένα Άνοιξη είναι ο Απρίλιος, μήνας των γενεθλίων μου. Κάθε χρόνο τον περιμένω με τόση λαχτάρα που μερικές φορές αναρωτιέμαι αν κι άλλοι άνθρωποι έχουν κάποιο μήνα τόσο αγαπημένο. Θέλω να γεύομαι κάθε μέρα του Απριλίου, να τον χορταίνω και ο ήλιος του να φωτίζει μέσα μου για όλη την υπόλοιπη χρονιά. 
Φέτος ο Απρίλιος για μένα άρχισε ίσως πιο όμορφα από ποτέ! Η Πρωταπριλιά μου έμοιαζε με Πρωτομαγιά, με εκδρομή στην φύση, στο Βελβεντό. Μια ξαφνική ιδέα για πικ-νικ με ωραία παρέα και γεμάτη διάθεση ήταν η αφορμή για να συναντήσω τον Απρίλιό μου περπατώντας σε πετρόχτιστα μονοπάτια, κοιτάζοντας τους καταρράκτες του χωριού και φωτογραφίζοντας δέντρα, λουλούδια, σύννεφα και ουρανό.
Το βράδυ κοιμήθηκα σαν πουλάκι, ενώ την επόμενη μέρα ξύπνησα με τρομερή ενέργεια για το σχολείο. Εκεί με περίμεναν οι μαθητές μου με στολισμένες τις τάξεις τους με ανοιξιάτικα και πασχαλινά θέματα όλο χρώματα. Θυμήθηκα τα φοιτητικά μου χρόνια. Το σπίτι που νοίκιαζα τότε δεν είχε αυλή. Ανάμεσα σε εξεταστικές και υποχρεωτικά μαθήματα, καταλάβαινα την αλλαγή των εποχών από το παράθυρο μιας τάξης δημοτικού σχολείου που ήταν απέναντί μου. Τα παιδιά το στόλιζαν ανάλογα με την εποχή κι εγώ πάλι παρατηρούσα. Αυτή τη φορά όχι ένα δέντρο, αλλά ένα παράθυρο…    
Σκέφτομαι στιγμιαία τους ηλικιωμένους ανθρώπους. Ειδικότερα εκείνους που ζούνε κλεισμένοι σε διαμερίσματα, ανήμποροι να βγούνε έξω. Ίσως θα έπρεπε να τους φυτεύουμε κάτι εμείς, τα εγγόνια τους και τα παιδιά τους σε ένα μικρό γλαστράκι στο μπαλκόνι τους. Έτσι θα μπορούσαν να νιώθουν τον ερχομό της Άνοιξης.  Και αν όχι αυτό, ας τους πάμε μια ανθοδέσμη με αμυγδαλιές ή πασχαλιές.
Γιατί τελικά οι εποχές είμαστε εμείς. Η φύση μάς δίνει τα υλικά και εμείς διακοσμούμε. Εγώ είμαι η Άνοιξη. Εσύ είσαι η Άνοιξη. Εμείς είμαστε η Άνοιξη. Ας ανοίξουμε τα παράθυρά μας και ας υποδεχτούμε τις μυρωδιές και τις γεύσεις μιας καλύτερης εποχής που μοιάζει ίσως να αργεί να έρθει, αλλά αν όλοι μας προσπαθήσουμε θα έρθει λίγο πιο γρήγορα!

Υ.Γ. Το δεντράκι της αυλής μου αυτή την στιγμή χορεύει νωχελικά, ενώ το γαργαλάει ο άνεμος και μια πεταλούδα πάνω του σιγοτραγουδάει το I am the Spring των Morcheeba. Ο κύριος που το φύτεψε ήταν κι αυτός η Άνοιξη! Μήπως τον έλεγαν Απρίλιο; 

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

Festivalspotting


Σε όσους παρακολουθούν φανατικά κάτι στην ζωή τους.

Το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης σημαίνει για μένα την άνοιξη! Όχι μόνο την εποχή, αλλά και το άνοιγμα σε άλλους πολιτισμούς, τόπους, ανθρώπους. Φέτος πραγματοποιήθηκε 9 με 18 Μαρτίου και ήταν σίγουρα ένα από τα πιο ενδιαφέροντα Φεστιβάλ των τελευταίων χρόνων. Μπορεί να έγινε υπό το κλίμα της οικονομικής κρίσης, δεν ήταν όμως καθόλου μοιρολατρικό αλλά ελπιδοφόρο.
Στην τελετή έναρξης ο Tony Gatlif με τους Αγανακτισμένους (Indignados) του φάνηκε ν’ απογοήτευσε κάποιους, όχι όμως εμένα. Με μαγνήτισε με το χωρίς σχόλια ντοκιμαντέρ του στο οποίο έδειξε πως συνδέεται και συνδυάζεται η πολιτική, η κοινωνία και η τέχνη. Αλλά και το ντοκιμαντέρ με την μυθοπλασία. Με το υποκειμενικό βλέμμα μιας αφρικανής μετανάστριας ακολουθούμε το κίνημα των αγανακτισμένων ανά την Ευρώπη. Δυνατό στιγμιότυπο: τα καταλύματα των αστέγων και η αναγραφή των ονομάτων και των ηλικιών κάθε αστέγου χωρίς να είναι παρόντες. Γιατί είμαι άστεγος δεν σημαίνει δεν υπάρχω, δεν έχω ταυτότητα.
Στην τελετή λήξης προβλήθηκε το ξένο ντοκιμαντέρ που βραβεύτηκε από τους θεατές Ιταλία, αγάπα την ή παράτα την (Italy: Love It or Leave It) των Gustav Hofer και Luca Ragazzi. Το γλυκόπικρο αυτό ντοκιμαντέρ αποτελεί την διαφορετική ματιά δύο νεαρών Ιταλών πάνω στην χώρα τους. Καλοφτιαγμένο: ναι, ευχάριστο μέσα από δυσάρεστες καταστάσεις: ναι, αλλά θα το προτιμούσα σε κάποιες στιγμές λιγότερο στυλιζαρισμένο.
Από τα ελληνικά ντοκιμαντέρ ξεχώρισα το Σαγιόμι (Sayome) του Νίκου Νταγιαντά, το οποίο βραβεύτηκε από την κριτική επιτροπή του Φεστιβάλ. Αφηγείται την ιστορία της  Γιαπωνέζας Σαγιόμι που παντρεύτηκε και ζει στην Κρήτη. Από τις πιο όμορφες ιστορίες που έχω παρακολουθήσει. Σκηνοθετικά προσεγμένο, με μια γλυκιά πρωταγωνίστρια, μας πήρε μαζί του σε ένα μακρινό ταξίδι αναμνήσεων γεμάτο δάκρυα και χαμόγελα.
Το ντοκιμαντέρ Πάρε τα Δώρα του Λευτέρη Ξανθόπουλου μέσα από συνεντεύξεις του Τίτου Πατρίκιου και της Κικής Δημουλά, μου χάρισε ένα ουσιώδες πρωινό γεμάτο στίχους, ήχους και χρώματα των δύο ποιητών.
Από την άλλη, η σκληρή πραγματικότητα χωρίς ομοιοκαταληξίες και μεταφορές ήρθε με την Ολιγαρχία του Στέλιου Κούλογλου. Το ντοκιμαντέρ προβλήθηκε στην κατάμεστη αίθουσα του Ολύμπιον και μετά το τέλος της προβολής ακολούθησε συζήτηση με τον σκηνοθέτη. Ακροβατώντας ανάμεσα στην σοβαρότητα της κρίσης και στην γελοιότητα αυτών που μας κυβέρνησαν και μας κυβερνούν, ο Κούλογλου κατάφερε, όπως είπε και μια φίλη μου , “να εξηγήσει με τα πιο απλά και κατανοητά λόγια τους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα βρίσκεται σε οικονομική κρίση”.
Ο Καλότυχος Γιος (Fortunate Son) του ελληνο-καναδού Τόνι Ασημακόπουλου αφηγείται την ζωή του και την σχέση με τους γονείς του. Εδώ την παράσταση έκλεψε η μητέρα του σκηνοθέτη, η αυθεντική ελληνίδα μάνα που είναι πάντα εκεί για τον γιο της, του μαγειρεύει ακόμη κι αν αυτός έχει φτάσει τα σαράντα και τελικά τον σώζει και τον παντρεύει!  Αν και ο σκηνοθέτης είπε ότι δεν θεωρεί την Ελλάδα πατρίδα του γιατί γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Καναδά, εγώ παρακολούθησα μια καθαρά ελληνική ιστορία με καναδέζικες αποχρώσεις και κινηματογραφικό τρόπο!
Από τα ξένα ντοκιμαντέρ ξεχώρισα πέντε. Το πρώτο είναι το ΚΑΛΒΕ (CALVET) του Dominic Allan που συνδυάζει άψογη σκηνοθεσία, δυνατή ιστορία και ένα πρωταγωνιστή με ταλέντο στην αφήγηση. Ο Jean-Marc Calvet πρώην σωματοφύλακας, ναρκομανής και κλέφτης, πουλάει σήμερα τους πίνακες ζωγραφικής του έναντι 100.000 δολαρίων! Όπως οι πίνακές του, έτσι και ο KAΛΒΕΤ αξίζει πολλά!
Το Νοσταλγώντας το Φως (Nostalgia for the Light) του Patrizio Guzman ασχολείται ταυτόχρονα με τον ουρανό και την γη. Στην έρημο Ατακάμα της Χιλής αστρονόμοι απ όλο τον κόσμο κοιτάζοντας ψηλά παρατηρούν τ’ αστέρια που φαίνονται καθαρά λόγω απουσίας της φωτορύπανσης. Όμως στην ίδια έρημο, γυναίκες εδώ και χρόνια ψάχνουν κοιτάζοντας χαμηλά και σκάβοντας βαθιά, τους συγγενείς τους που θάφτηκαν εκεί όντας πολιτικοί κρατούμενοι κατά την δικτατορία του Πινοσέτ. Η φράση μιας γυναίκας που ψάχνει ακόμα τον σύζυγό της είναι η αιτία να μην ξεχάσω εύκολα αυτό το συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ: “Μακάρι αυτά τα τηλεσκόπια που σκανάρουν τόσο λεπτομερώς τον ουρανό να σκάναραν έτσι και το έδαφος, ώστε να βρίσκαμε τους ανθρώπους μας”.
Ο Πλανήτης των Σαλιγκαριών (Planet of Snail) του Κορεάτη Yi Seungjun μας τοποθετεί στο σύμπαν του κωφο-τυφλού Γιανκ-τσαν και της γυναίκας του Σουν-χο που έχει κινητικά προβλήματα. Ο σκηνοθέτης έκανε το ντοκιμαντέρ από θαυμασμό στους δύο πρωταγωνιστές για την μοναδική σχέση που έχουν δημιουργήσει. Είναι μια ποιητική ταινία πάνω στο ρεαλιστικό κόσμο που δεν φτιάχτηκε για τον μικρό πρίγκιπα και το μοναδικό του τριαντάφυλλό. Από  αυτή την παραλλαγή της ιστορίας του Antoine de Saint Exupery, θα θυμάμαι την συνάντηση του Γιανκ-τσαν με ένα κορμό δέντρου. Μέσα σε μόλις δύο λεπτά με ταξίδεψε χωροχρονικά σε ένα άλλο σύμπαν που οι αισθήσεις αλλάζουν ρόλους μεταξύ τους. Η αφή γίνεται όραση, η όσφρηση γίνεται ακοή και ο Γιανκ-τσαν γίνεται ο συγγραφέας των μοναδικών του εμπειριών.  
Τέλος, το Γυναίκες με Αγελάδες (Women with Cows) του Σουηδού φωτογράφου και σκηνοθέτη Peter Gerdehag και το βραβευμένο  Ζήτω οι Αντίποδες του Victor Kossakovsky δίνουν μια άλλη έννοια στα ντοκιμαντέρ για το περιβάλλον. Το πρώτο, παρακολουθώντας την ιστορία δύο αδελφών που στα εβδομήντα τους μαλώνουν ακόμη για το αν θα συνεχίσουν να εκτρέφουν τις αγελάδες που κληρονόμησαν από τον πατέρα τους τριάντα χρόνια πριν και το δεύτερο, καταγράφοντας ανά δύο, 8 πόλεις του κόσμου που βρίσκονται σε διαμετρικά αντίθετες θέσεις στην επιφάνεια της γης, μας αποκαλύπτουν εικόνες απίστευτης ομορφιάς αλλά και  μοναδικές στιγμές.
Σαν άλλος Εwan McGregor στο Τrainspotting, θα συνεχίσω να παρακολουθώ το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης που προβάλλεται κάθε άνοιξη μπροστά στα μάτια μου με την ελπίδα η ταχεία του να με ταξιδεύει σε μέρη και θέματα που δεν είχα φανταστεί μέχρι… το τέλος του κόσμου!

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

Φτιάξε καρδιά μου τον δικό σου κινηματογράφο!


Η μόνη περιουσία είναι η μνήμη
Φ.Κ, Αγέλαστος Πέτρα

Άνοιξα χθες το απόγευμα την πόρτα για να βγω έξω. Η εικόνα άκρως κινηματογραφική: το χιόνι έπεφτε αθόρυβα και λαμπύριζε στο σκοτάδι. Οι δρόμοι άδειοι από αυτοκίνητα και γεμάτοι από φρέσκο χιόνι. Περπάτησα με τις γαλότσες μου και άκουσα τα βήματά μου στο χιόνι. Ευτυχία…
Το χιόνι όλα τα ομορφαίνει, όλα τα μαλακώνει. Και η σιωπή του μας λέει πολλά, αρκεί να την ακούσουμε. Ακόμη, έχει μια αθωότητα το χιόνι. Θυμίζει την παιδική μας ηλικία. Θυμίζει χιονοπόλεμο, έλκηθρο, χιονάνθρωπο κι ύστερα τζάκι και ζεστό τσάι. Είναι σαν ένα όνειρο λευκό που κρατάει λίγες στιγμές κι ύστερα, όταν ανοίξουμε τα μάτια, έχει τελειώσει, έχει λιώσει.
Μοιάζει το χιόνι με βίντεο παλιό, ερασιτεχνικό, “σπιτικό”, που το ανακαλύπτουμε δεκαετίες μετά και κοιτάζοντας τον εαυτό μας στην οθόνη αναρωτιόμαστε: “Ποιος είναι αυτός;”. Γιατί κάθε φορά που πέφτει το χιόνι μάς ξυπνάει αναμνήσεις. Υποκειμενικές για τον καθένα. Για το ίδιο γεγονός, καθένας μας έχει την δική του οπτική γωνία, τους δικούς του πρωταγωνιστές και τις καλύτερες ατάκες. Είναι απίστευτο πως το μυαλό μας επεξεργάζεται και αποθηκεύει αυτές τις αναμνήσεις. Στιγμές ξεχωριστές για τον καθένα που τις κουβαλάμε μέσα μας και έρχονται άλλοτε ηθελημένα, σαν ένα μυστικό καταφύγιο στο οποίο βρίσκουμε ζεστασιά. Και άλλοτε άθελά μας μέσω των αισθήσεων. Οι αισθήσεις μας λειτουργούν κάποιες φορές σαν συρτάρια αναμνήσεων. Ένα τραγούδι που θ’ ακούσουμε ή μία μυρωδιά που θα μυρίσουμε είναι ικανά να μας θυμίσουν πράγματα και καταστάσεις που είχαμε ξεχάσει “στο τελευταίο συρτάρι”.
Όταν θυμόμαστε ιστορίες από το σχολείο, από ταξίδια, από σοβαρές καταστάσεις αλλά και από αστείες, είναι μοναδικό το πώς ο καθένας μας βάζει στις αναμνήσεις αυτές δικό του χρώμα και τόνο. Σκηνοθετούμε κατά κάποιο τρόπο την ζωή μας και μας αρέσει αυτό. Γιατί αυτή είναι η αλήθεια του καθένα. Αυτό είναι το έργο μας. Εμείς είμαστε οι πρωταγωνιστές, εμείς και οι κομπάρσοι.
Βρέθηκα σε μια πόλη χωρίς κινηματογράφο. Όμως εδώ έχω αντικρίσει και έχω καταγράψει μέσα μου τις πιο κινηματογραφικές εικόνες. Τις προβάλλω ήδη στην οθόνη του μυαλού μου. Και είναι αλήθεια πως όταν δεν έχω μαζί μου την κάμερα μου ανακαλύπτω τις πιο όμορφες εικόνες.
Αν σου συμβεί κι εσένα μια από αυτές τις μέρες να δεις κάτι που θα σου τραβήξει την προσοχή, στάσου για λίγα δευτερόλεπτα, κοίταξε καλά και “φύλαξε αυτές τις εικόνες μέσα σου”. Θα σου χρειαστούν για τις ιδιωτικές σου προβολές.