Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

Μικρού μήκους ιστορία: Είσαι ο Κωνσταντίνος;

Ήταν εκείνο το καλοκαίρι που είχε κλείσει τα δεκάξι, στον γάμο της θείας του, που κατάλαβε ότι δεν θα ψήλωνε άλλο. Κοιτούσε τα ξαδέλφια του που είχαν έρθει στο χωριό για τον γάμο. Ήταν όλα πάνω-κάτω στην ίδια ηλικία με αυτόν αλλά τον περνούσαν τουλάχιστον δύο κεφάλια. Είχε περάσει πια η εποχή που όλοι έλεγαν στην μητέρα του: “Για πότε θα ψηλώσει ο Ντίνος ούτε που θα το καταλάβετε!”. Γιατί αυτός είχε παραμείνει στο ίδιο ύψος χρόνια τώρα: 1.58.
Βράδια ατέλειωτα είχε μείνει άγρυπνος να σκέφτεται πώς έτυχε σε αυτόν, αφού και οι γονείς του και οι παππούδες του θεωρούνταν κανονικοί σε ύψος. Και αργότερα να εύχεται να ήταν κορίτσι. Τα κορίτσια μεγαλώνοντας και τακούνια φοράνε και πολλές φορές οι κοντές γυναίκες θεωρούνται πιο ποθητές. Αλλά  οι κοντοί άντρες; Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε ανάψει κερί στο εκκλησάκι του χωριού του και είχε παρακαλέσει να ψηλώσει, έστω και πέντε πόντους. Κοιμόταν-ξυπνούσε, αυτός ήταν ο καημός του. Ενώ ήταν από τους καλύτερους μαθητές στο δημοτικό, μπαίνοντας στο γυμνάσιο άφησε τα μαθήματα στην άκρη, τίποτα δεν τον ενδιέφερε. Ένιωθε άνθρωπος μισός.
Για να φλερτάρει με κορίτσια της ηλικίας του, ούτε λόγος. Παρατηρούσε τους συμμαθητές του που είχαν από δυο και τρία κορίτσια να τους περιτριγυρίζουν και να τους πολιορκούν. Μα περισσότερο παρατηρούσε την Καλλιόπη. Ήταν δυο χρόνια μικρότερη του και την αγαπούσε από μακρυά χρόνια τώρα. Δεν ήξερε πώς να την πλησιάσει, δίσταζε. Ήταν ψηλότερη από αυτόν, όχι πολύ, αλλά πού ακούστηκε ζευγάρι που ο άντρας να είναι πιο κοντός από την γυναίκα! Κάποιες μέρες του έφτανε να την κοιτάζει στα διαλείμματα, να πλέκει και να ξεπλέκει τα ξανθά της μαλλιά και να παίζει σχοινάκι με τις φίλες της. Κάποιες άλλες μέρες όμως δεν άντεχε να την κοιτάζει, η θλίψη του τον έπνιγε. Έτρεχε στο πίσω μέρος του σχολείου και κλωτσούσε ό,τι έβρισκε μπροστά του: πέτρες, ντουβάρια ακόμα και τους μικρότερους σε ηλικία μαθητές. Θύμωνε για να μην κλάψει.
Η μητέρα του είχε καταλάβει τον καημό του. Προσπαθούσε να τον παρηγορήσει λέγοντάς του ότι οι μικρόσωμοι άντρες είναι γρήγοροι και ίσως θα έπρεπε να αρχίσει το ποδόσφαιρο. Συνέχεια του το έλεγε αυτό. Όταν ήταν μικρότερος κάθε φορά που του το ανέφερε, αυτός φώναζε, με μια φωνή τσιριχτή και έφευγε τρέχοντας από το σπίτι. Στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου είχε σταματήσει να μιλάει με την μάνα του, την απέφευγε. Της μιλούσε μόνο για τα απαραίτητα: φαγητό, ρούχα, χρήματα. Έμενε κλεισμένος στο δωμάτιό του, καπνίζοντας το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο με ανοιχτό παράθυρο χειμώνα-καλοκαίρι. Δεν είχε άλλα αδέλφια και θύμωνε διπλά: για το ύψος του και για την απογοήτευση που πίστευε που θα ένιωθε η μάνα του γι αυτόν.
Τελείωσε το σχολείο παίρνοντας το απολυτήριο με 13. Αμέσως μετά έφυγε για τον στρατό που τον πέρασε με πιο πολλές άγρυπνες νύχτες, με πιο πολλά τσιγάρα, με πιο πολλές σκέψεις. Ήταν ο πιο κοντός φαντάρος στον λόχο του και προφανής  λόγος για πειράγματα. Απομονωνόταν ακούγοντας ραδιόφωνο στα κρυφά και διαβάζοντας ποίηση. Μόνο τα τραγούδια και τα ποιήματα τον έβαζαν σε ένα άλλο σύμπαν ονειρικό. Ακόμα και εξοδούχος, προτιμούσε να περιπλανιέται στους δρόμους έχοντας την μορφή της Καλλιόπης στο μυαλό του, αντί να πηγαίνει με τους άλλους φαντάρους για καμάκι ή για λίγο πληρωμένο έρωτα. Με τους στίχους και την Καλλιόπη στο νου άντεξε τους  24 μήνες του στρατού.
Με το απολυτήριο του στρατού στα χέρια ανακοίνωσε στην μητέρα του ότι θα κατέβει στην Αθήνα να βρει δουλειά. Δεν άντεχε άλλο. Ούτε να τον συντηρεί η μάνα του, ούτε τα βλέμματα των παλιών συμμαθητών του που ήταν τώρα φοιτητές και είχαν μπροστά τους ένα μέλλον προδιαγεγραμμένο: οικογένεια, παιδιά, φυσιολογικά πράγματα. Έμαθε και από μία γειτόνισσα ότι η Καλλιόπη είχε φύγει στην Γερμανία για να βρει δουλειά, οπότε ποιος ο λόγος να παραμείνει εκεί;
Την ώρα του αποχαιρετισμού πονούσε για την μάνα του κι ας μην το έδειχνε.  Όμως την ίδια στιγμή δεν έβλεπε την ώρα και την στιγμή ν αφήσει πίσω το χωριό του και την μοναχική παιδική του ηλικία. Μπήκε βιαστικά στο τρένο, κάθισε στην θέση του και δεν ξανακοίταξε την μητέρα του που έκλαιγε πίσω από το τζάμι. Ανυπομονούσε να φτάσει στην Αθήνα, να χαθεί μέσα στο πλήθος και να μην είναι πια ο δακτυλοδεικτούμενος κοντοπίθαρος του χωριού.
Στην αρχή τον φιλοξένησε ένας συγγενής και μέσω κάτι γνωστών βρήκε σύντομα δουλειά στο Κ.Τ.Ε.Λ. του Κηφισού. Ζητούσαν υπεύθυνους για τα δέματα. Για τους περισσότερους το μέρος αυτό ήταν από τα πιο καταθλιπτικά που υπήρχαν, σκοτεινό και βρώμικο αναδίδοντας την μελαγχολία που έχουν όλα τα μέρη του αποχωρισμού.
Ο Ντίνος όμως αγάπησε αυτό το μέρος από την πρώτη μέρα. Καθημερινά ερχόταν σε επαφή με εκατοντάδες ανθρώπους που του ζητούσαν πληροφορίες και δεν τον έκριναν για την εξωτερική του εμφάνιση. Αυτοί οι άνθρωποι, οι άγνωστοι, έγιναν οι μοναδικοί του φίλοι. Προτιμούσε να κάνει υπερωρίες και ποτέ δεν έπαιρνε τα ρεπό του. Έτσι δεν έμενε ποτέ μόνος. Του άρεσαν όλα τα κομμάτια της δουλειάς του, γιατί σαν υπεύθυνος αποθήκης είχε πολλές αρμοδιότητες: από την ταξινόμηση των δεμάτων μέχρι το άνοιγμα και το κλείσιμο της αποθήκης με δικό του κλειδί.
Το αγαπημένο του όμως κομμάτι ήταν την στιγμή που ανακοίνωνε πως οι επιβάτες πρέπει να τοποθετήσουν τις αποσκευές τους στο λεωφορείο που ήταν έτοιμο για αναχώρηση.  Ήταν κάτι για το οποίο ζούσε και ανέπνεε. Κάθέ μέρα έκανε οχτώ φορές την ίδια ανακοίνωση: “Oι αποσκευές για Κέρκυρα…Έλα για Κέρκυρα”. Μπορεί αυτές οι στιγμές να κρατούσαν δευτερόλεπτα, όμως για τον Ντίνο έμοιαζαν να κρατάνε περισσότερο. Εκείνες τις στιγμές ήταν σαν να ψήλωνε, ανέβαινε θαρρείς πιο ψηλά από τους επιβάτες. Και εκείνοι ακούγοντας την χαρακτηριστική τσιριχτή του φωνή, επιτάχυναν τις κινήσεις τους, έτρεχαν κοντά του να του δώσουν τις βαλίτσες τους. Ο Ντίνος πάντα έπαιρνε τις βαλίτσες όσο πιο προσεχτικά μπορούσε. Γνώριζε ότι μέσα σ αυτές κάθε άνθρωπος είχε κλείσει τα απαραίτητα και πιο σημαντικά που ήθελε να πάρει μαζί του.
Αυτοί οι άνθρωποι, οι άγνωστοι φίλοι του, του εμπιστεύονταν τα προσωπικά τους αντικείμενα έστω και για λίγο. Και ποτέ μα ποτέ ο Ντίνος δεν είχε κάνει το παραμικρό λάθος, την παραμικρή ζημιά. Κανένας επιβάτης όλα αυτά τα  χρόνια δεν είχε παραπονεθεί για την απώλεια αποσκευών. Έτσι οχτώ φορές την ημέρα ο Ντίνος γινότανε μέσα στο μυαλό του ο Κωνσταντίνος που ποτέ κανείς δεν τον φώναξε έτσι, παρά μόνο ο παπάς που τον βάφτισε. Γινότανε ο πιο σημαντικός υπεύθυνος αποθήκης σε όλο το Κ.Τ.Ε.Λ.
Όμως αγαπούσε και για ένα άλλο λόγο αυτή τη στιγμή. Τριάντα χρόνια τώρα περίμενε κάθε μέρα την Καλλιόπη να έρθει να την εξυπηρετήσει. Και είχε σκηνοθετήσει όλη την σκηνή μέσα στο μυαλό του. Αυτή την φορά σίγουρα θα της μιλούσε. Θα της απευθυνόταν ευγενικά: “Μου δίνετε τις αποσκευές σας, παρακαλώ;”. Ύστερα αυτή σίγουρα θα τον θυμόταν και θα του έλεγε: “Είσαι ο Κωνσταντίνος;”. Και αυτός θα της ζητούσε να πάνε για καφέ στην επιστροφή από το ταξίδι της. Μετά από εκείνο τον καφέ ο Ντίνος ήξερε ότι δεν θα αποχωρίζονταν ξανά ποτέ την Καλλιόπη. Θα συνέχιζε να πηγαίνει στην δουλειά του, να βλέπει τους ανθρώπους να χωρίζουν και να σμίγουν. Όμως αυτός θα γυρνούσε σπίτι παίρνοντας πια όλα τα ρεπό του για να βγάλει την Καλλιόπη έξω κι ύστερα να χαϊδέψει τα μαλλιά της. Και η μητέρα του, αν και γριά πια θα μπορούσε να είναι περήφανη για τον γιο της.

Ο Ντίνος σβήνει στα γρήγορα το τσιγάρο του, είναι 10.55. Στις 11.00 το λεωφορείο αναχωρεί. “Oι αποσκευές για Κέρκυρα…Έλα για Κέρκυρα”.