Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

We all have a story to tell

Μετά από σύντομο μεσημεριανό ύπνο
ανοίγω τα μάτια
χάνω την αίσθηση του χώρου και το χρόνου για δύο δευτερόλεπτα
γυρίζω
σε βλέπω ξαπλωμένο δίπλα μου
βρίσκω το νόημα της ζωής για πάντα.

Πέμπτη 30 Αυγούστου 2018

Μαγικό Λεωφορείο

Περνούσα με το μαγικό λεωφορείο από την πόλη μας

Από την τελευταία στάση επιβιβάστηκε ένας φίλος

Περπατούσα στις μύτες για να τον φτάσω

Μου κράτησε το χέρι

Είπε: «Θα την προσπεράσουμε την πόλη μας»

Και ξύπνησα

ενώ όλα τα όμορφα και τα άσχημα είχαν ήδη συμβεί

Παρασκευή 18 Μαΐου 2018

Μπράντι

Η Μιρένα είχε να κοιμηθεί βράδυ τρία χρόνια, από τότε που πέθανε ο άνδρας της. Κοιμόταν κατά την διάρκεια της μέρας, αλλά το βράδυ δεν μπορούσε: το άδειο κρεβάτι, οι νυχτερινές σκέψεις και η απόλυτη ησυχία την τρόμαζαν. Το μόνο που της άρεσε τα βράδια ήταν να βγαίνει και να περπατάει στην πόλη που ζούσε. Αφουγκράζονταν τους μικρούς ήχους της νύχτας την ώρα που όλοι προετοιμάζονταν για την επόμενη μέρα.
Ο Νίκος είχε ένα σκύλο, τον Μπράντι που ήταν δεν ήταν ενός έτους. Κάθε βράδυ τον έβγαζε για την νυχτερινή του βόλτα. Η διάρκεια της βόλτας ήταν ανάλογη των διαθέσεών τους. Αν ο Νίκος ήταν κουρασμένος από την δουλειά, η βόλτα ήταν μικρή, αρκεί ο Μπράντι να ενεργούσε γρήγορα. Αν ο Νίκος είχε κέφια, είχε και ο Μπράντι, οπότε η βόλτα ήταν μεγάλη.  Υπήρχαν βέβαια φορές που οι διαθέσεις τους δεν συγχρονίζονταν και ο Μπράντι τον τραβούσε ενώ ο Νίκος δεν είχε κουράγιο ή ο Μπράντι κοιτούσε στα μάτια τον Νίκο γιατί ήθελε να επιστρέψει σπίτι.
Εκείνο το βράδυ ήταν δροσερό με τον αέρα να μυρίζει ήδη καλοκαίρι. Ο Νίκος με τον Μπράντι μόλις είχαν βγει από το σπίτι και ο ενθουσιασμός του Μπράντι ήταν μεγάλος. Προσπέρασαν την Μιρένα που είχε βγει για τον νυχτερινό περίπατο με γρήγορο βηματισμό. Η Μιρένα τους χαμογέλασε βλέποντάς τους να φεύγουν μπροστά. Όταν έφτασε στο μικροσκοπικό πάρκο της γειτονιάς που είχε όλο κι όλο δυο κούνιες, είδε τον Νίκο να καπνίζει ένα τσιγάρο, ενώ ο Μπράντι τριγύριζε ελεύθερος στην λιγοστή πρασινάδα που υπήρχε περιμετρικά του πάρκου. Αυτή την φορά της χαμογέλασε πρώτος ο Νίκος. Εκείνη ανταπέδωσε. Η Μιρένα κάθισε στην κούνια και έπιασε με τα χέρια της απαλά τις αλυσίδες κουνώντας τα πόδια της πέρα-δώθε χωρίς να χάσει την επαφή της με το έδαφος. Ο Μπράντι μόλις την είδε, την πλησίασε και την μύρισε κουνώντας την ουρά του. Η Μιρένα τον χάιδεψε δυο-τρεις φορές. Νιώθοντας το στιλπνό του τρίχωμα συνειδητοποίησε ότι δεν είχε χαϊδέψει κάποιον εδώ και πολύ καιρό. Συνέχισε να τον χαϊδεύει μέχρι που ο Νίκος έσβησε το τσιγάρο του και πήγε κι έκατσε δίπλα της,  στην δεύτερη κούνια.
-Πρώτη φορά ερχόμαστε εδώ. Ο Μπράντι μ’ έφερε.
Ο Μπράντι μόλις άκουσε τ’  όνομά του αναζήτησε τα χάδια του αφεντικού του.
- Είστε καινούριοι εδώ;
- Αν σας πω ότι γεννήθηκα σε αυτή την γειτονιά… Λίγο πιο κάτω. Εσείς;
Η Μιρένα χαμογέλασε.
-Κι εγώ, είναι σαν να γεννήθηκα εδώ. Μου θυμίζει το μέρος που μεγάλωσα.
Το επόμενο βράδυ, συναντήθηκαν πάλι εκεί. Ο Μπράντι έτρεξε να προϋπαντήσει την Μιρένα και η Μιρένα τον χάιδεψε λίγο παραπάνω αυτή την φορά. Ο Νίκος την χαιρέτησε. Κάτι είπαν για τον καιρό, ότι ξεκίνησαν οι πρώτες ζέστες, κάτι για την γειτονιά που θ' αρχίσει να ερημώνει εν όψει των καλοκαιρινών διακοπών κι ύστερα καληνυχτίστηκαν.
Ένα βράδυ, παρουσία του Νίκου και του Μπράντι, η Μιρένα άφησε τα πόδια της από το έδαφος και έκανε κούνια. Με την ζέστη που είχε ήταν ο μόνος τρόπος να δροσιστεί.
Κάθε βράδυ, αντάλλαζαν κάποιες κουβέντες με τον Νίκο, λίγα χάδια με τον Μπράντι και έδιναν ευχές για «καλό βράδυ» μέχρι την επόμενη συνάντηση.  
Μία Δευτέρα βράδυ,  ο Νίκος ζήτησε από την Μιρένα να κρατήσει το επόμενο βράδυ τον Μπράντι. Η Μιρένα ξαφνιάστηκε αλλά δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί. Της ανέφερε κάτι για ένα ταξίδι με την δουλειά.
-Θα σας τον φέρω αν είναι αύριο εδώ. Θα φύγω πολύ νωρίς το πρωί της Τετάρτης και θα επιστρέψω το ίδιο βράδυ.
Έτσι κι έγινε. Το επόμενο βράδυ, ο Νίκος παρέδωσε τον Μπράντι στην Μιρένα με το κόκκινο λουρί του και με κάποιες οδηγίες για το φαγητό του. Όταν έφτασαν σπίτι, η Μιρένα τον έλυσε και ο Μπράντι αφού μύρισε την καινούρια περιοχή πήγε αμέσως στην κρεβατοκάμαρα. Ανέβηκε στο κρεβάτι.
-Κοιμήσου εκεί, ούτως ή άλλως εγώ...
Η Μιρένα τον πλησίασε και κατάλαβε ότι ήθελε χάδια. Τον χάιδευε για αρκετή ώρα και κάθε φορά που σταματούσε, αυτός με την μουσούδα του, την προέτρεπε να συνεχίσει. Αυτό έγινε πολλές φορές μέχρι που την Μιρένα την πήρε ο ύπνος.
Την ξύπνησε ο Μπράντι την άλλη μέρα που ήθελε την πρωινή του βόλτα. Η Μιρένα ανοίγοντας τα μάτια, δυσκολεύτηκε για λίγα δευτερόλεπτα να καταλάβει που βρίσκεται. Ύστερα, ντύθηκε για να βγουν έξω. Η βόλτα με τον Μπράντι ήταν σαν να πήγαινε για πρώτη φορά στην γειτονιά. Σταμάτησε και είδε μέρη που δεν είχε προσέξει ποτέ ξανά.
-Καλά λέει ο μπαμπάς σου ότι ανακαλύπτεις διάφορα!
Ο Μπράντι κούνησε την ουρά του και ήθελε κι άλλη βόλτα.
Το βράδυ συνάντησαν τον Νίκο στο παρκάκι. Η χαρά του Μπράντι ήταν απερίγραπτη. Η σημερινή συνάντηση πήγε πολύ καλά της είπε ο Νίκος. Δεν είπαν περισσότερα γιατί ήταν κουρασμένος από το ταξίδι και ήθελε να κοιμηθεί. Ευχαρίστησε την Μιρένα και η Μιρένα έμεινε για λίγο ακόμη στην κούνια. Επέστρεψε στο σπίτι αλλά δεν κατάφερε να κοιμηθεί.
Το επόμενο βράδυ συνάντησε τον Μπράντι και τον Νίκο στο γνωστό μέρος. Ο Μπράντι ήταν τρισευτυχισμένος που έπαιρνε χάδια και προσοχή και από τους δύο. Η Μιρένα κοίταξε τον Νίκο.
Ο Νίκος της έπιασε το χέρι. Το ένιωσε δροσερό στην υγρή της παλάμη.
-Πρέπει να πάρετε κι εσείς ένα σκυλάκι.
Ύστερα καληνυχτίστηκαν. Το επόμενο βράδυ και κανένα από τα επόμενα βράδια, ούτε ο Νίκος με τον Μπράντι, ούτε η Μιρένα πέρασαν ξανά από το πάρκο.