Δευτέρα 25 Ιουλίου 2016

Νεράιδα

Στην Χάριετ

Μπήκε στην αίθουσα διδασκαλίας. Θυμήθηκε την πρώτη φορά που την είδε στο πανεπιστήμιο. Το μόνο που πρόλαβε να κοιτάξει ήταν τα πολύ μακριά της μαλλιά. Κρατούσε ένα φλάουτο που το είχε μέσα στην θήκη του. Το εναπόθεσε απαλά στην διπλανή καρέκλα, της γύρισε την πλάτη και παρακολούθησε την εισήγηση του καθηγητή. Όταν τελείωσε, έφυγε το ίδιο αθόρυβα όπως είχε έρθει.

Μπήκαν μαζί στην πιτσαρία. Έβρεχε καταρρακτωδώς. Μιλούσαν ασταμάτητα. Θυμήθηκε την πρώτη τους γνωριμία. Όμως θυμήθηκε ότι την είχε δει στον ύπνο της πριν την γνωρίσει. Deja-vu. Στο δωμάτιο των παιδικών της χρόνων, σ'ένα όνειρο την είχε δει: πράσινα μάτια, λευκή επιδερμίδα.

Μπήκε στο διαμέρισμά της, το φοιτητικό. Πολλές φορές. Θυμήθηκε τις μουσικές που άκουσαν και τα έργα που είδαν. Το πρωί ξυπνούσε να πάει στο μάθημα κι εκείνη κοιμόταν. Και όταν επέστρεφε από την σχολή, εκείνη είχε φύγει, σαν αερικό. Είχε αφήσει κάποιο σημείωμα, ή μήνυμα στο κινητό. Και όταν έφευγε με το λεωφορείο για την πόλη της, της έγραφε γράμματα και της έστελνε μακροσκελή mail που απολάμβανε να διαβάζει.

Μπήκε στο διαμέρισμά της, το φοιτητικό. Χρόνια αργότερα. Το διαμέρισμα δεν είχε ηλεκτρικό και δεν ήταν πια φοιτήτριες. Προσπαθούσαν να βρουν τον δρόμο τους στην ενήλικη ζωή. Άναψαν κεριά και ήπιαν κρασί. Θυμήθηκε όταν της είπε για την αρρώστια του πατέρα της. Πάντα ήρεμη, πάντα λιγομίλητη, πάντα γεμάτη συναίσθημα. Ανησυχούσε για τον αγαπημένο της και ποτέ δεν κατάλαβε αν κατάφερε να την παρηγορήσει στο ελάχιστο.

Μπήκε στο αυτοκίνητό της. Είχε περάσει καιρός. Δεν είχε καταφέρει να πάει στην κηδεία του πατέρα της και το έφερε βαρέως. Περπάτησαν στο δάσος και μίλησαν με τα μάτια και τις σιωπές, Όπως κάνουν οι βαθιά συνδεδεμένοι άνθρωποι.

Μπήκε στην καρδιά της. Θυμήθηκε πως κάποια καλοκαίρια πριν διαβάζοντας το "Νορβηγικό Δάσος" του Μουρακάμι την βρήκε μέσα ως Ναόκο. Της πήρε δώρο το βιβλίο. Εκείνη είχε χάσει το βιβλίο όταν ζούσε στο αγαπημένο της Νησί και δεν το βρήκε ποτέ όσο κι αν έψαξε.

Μπήκε στο αεροδρόμιο και της χαμογέλασε. Αυτό το χαμόγελο ήταν ένας όρκος που είχε δοθεί στα φοιτητικά τους χρόνια και ήταν έτοιμος να πραγματοποιηθεί.  Θα ταξίδευαν για την Χώρα της Λήθης μαζί. Δική τους ήταν η Χώρα: η μία γεννήθηκε εκεί, η άλλη άνηκε εκεί. Είχε έρθει η ώρα να επιστρέψουν.

Μπήκαν μέσα στην λίμνη. Θυμήθηκαν ό,τι τους είχε κάνει να κλάψουν και ό,τι τους είχε κάνει να γελάσουν. Η Νεράιδα βυθίστηκε μέσα της και την πήρε μαζί της. Ξαναγεννήθηκαν στον βυθό.

*Ο τίτλος είναι παρμένος από το ομώνυμο τραγούδι, στίχοι: Πηγή Καφετζοπούλου, Μουσική: Σωκράτης Μάλαμας

Εγώ πατώ στον ουρανό βαδίζω στον ωκεανό πάνω στο κύμα περπατώ εσένα σαν κοιτώ Είσαι Νεράιδα της Αυγής η πιο όμορφη όλης της γης μ' ένα χαμόγελο μπορείς τα θαύματα να πεις Εγώ φουντώνω στο χιονιά βγάζω φωτιές στην παγωνιά άνοιξη έχει η καρδιά εσένα σαν κοιτά Είσαι Νεράιδα της Αυγής η πιο όμορφη όλης της γης μ' ένα χαμόγελο μπορείς τα θαύματα να πεις