Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2019

Μικρού Μήκους Ιστορία: Πρώτη ή Δεύτερη μέρα Χριστουγέννων

Περπατούσα γρήγορα. Η διαδρομή που ακολουθούσα μου ήταν οικεία παρόλο που είχα να την κάνω χρόνια. Στην πορεία μου θύμισε έναν άλλο μου εαυτό: πιο θρασύ και αναμφισβήτητα πιο νέο. Αντίθετα  μ' εμένα, η πόλη που είχα σπουδάσει δεν είχε αλλάξει καθόλου. Παραδόξως ευελπιστούσα το ίδιο και για εκείνη. Ήταν ένας μακρινός φάρος για μένα μέσα στα χρόνια. Ποτέ δεν είχαμε προσδιορίσει την σχέση μας. Δεν είχε χρειαστεί. Ένιωθα σιγουριά δίπλα της κι αυτή ηρεμία. Κάθε φορά με περίμενε στο κατώφλι της πόρτας αγκαλιάζοντάς με στιγμιαία. Ύστερα μου έδινε στα χέρια ένα ζεστό τσάι, αφού πάντα γνώριζε τον ερχομό μου.
Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα απρόσκλητος. Επιτάχυνα κι άλλο το βήμα μου γιατί είχε αρχίσει να με τρυπάει η υγρασία της πόλης. Ήταν νωρίς το απόγευμα της πρώτης ή της δεύτερης μέρας των Χριστουγέννων. Δεν μπορώ να θυμηθώ. Θυμάμαι τον κόσμο που είχε βγει για την βόλτα του. Δεν κοίταζα πρόσωπα, μόνο αποσπασματικά σκούρα παλτό και χέρια με γάντια και πακέτα διαφόρων ειδών. Ανέβηκα την ανηφόρα προς την πλατεία και στερέωσα το καπέλο μου καλύτερα στο κεφάλι μου,  ο ψυχρός αέρας με περόνιαζε. Ύστερα πήρα την οδό που στο τέλος της βρισκόταν το σπίτι της. Παλιά μονοκατοικία ξεφτισμένη κι αυτή από τον χρόνο. Μια γάτα μπλέχτηκε στα πόδια μου. Της έδωσα ελάχιστη σημασία που γι' αυτήν ήταν αρκετή ώστε να με ακολουθήσει. 
Η διαδρομή μου φάνηκε μακρόσυρτη στην τελική της ευθεία. Κοίταξα το σπίτι από μακριά. Τα παράθυρα κλειστά. Προς στιγμήν σκέφτηκα ότι ίσως έλειπε. Και μόνο στην ιδέα ανακατεύτηκα. Άθελά μου το βήμα μου άρχισε να γίνεται πιο βαρύ. Σταμάτησα. Η γάτα στάθηκε ακίνητη στο πλάι μου. Με χώριζαν μόλις δέκα βήματα από την πόρτα. 
Πήρα μια βαθιά ανάσα και περπάτησα μέχρι εκεί. Η γάτα έμεινε να με κοιτάζει από απόσταση πια. Χτύπησα την τζαμένια πόρτα τρεις φορές. Περίμενα λίγο. Ησυχία. Ξαναχτύπησα στο ίδιο ρυθμό. Η πόρτα άνοιξε. Εμφανίστηκε μπροστά μου, μου χαμογέλασε. Μόνο τα μαλλιά της είχαν αλλάξει, το χρώμα τους. "Καλώς τον" μου είπε, σαν να είχε να με δει μόλις λίγες μέρες. "Τι κάνεις;", ήταν το μόνο που κατάφερα να πω. "Ζεσταίνω τσάι.", είπε και με αγκάλιασε τραβώντας με μέσα .  Έκλεισε την πόρτα με το πόδι της χωρίς να με αφήσει από την αγκαλιά της. Ήταν η πιο μεγάλη αγκαλιά που μου έκανε ποτέ.