Τρίτη 4 Αυγούστου 2015

Μικρού μήκους ιστορία: Αυτό ήταν


Με το που άνοιξε τα μάτια μύρισε κάτι άσχημο. Ήθελε να ξανακοιμηθεί αλλά η έντονη μυρωδιά τον έκανε να σηκωθει απότομα από το κρεβάτι. Κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Ο νεροχύτης ήταν πλημμυρισμένος από άπλυτα πιάτα, ποτήρια και κάθε είδους κουζινικού. Η  ζέστη των ημερών έκανε τις μυρωδιές από τ’ αποφάγια να θυμίζουν χωματερή. Αντικρίζοντας τον βρώμικο σωρό θύμωσε λες και κάποιος άλλος τα είχε αφήσει εκεί.
Πήρε το σφουγγαράκι της κουζίνας, άνοιξε την βρύση. Στον πάγκο όμως δεν υπήρχε υγρό πιάτων. Σάστισε για λίγο. Το είχε «εξαφανίσει» κρύβοντάς το στο βάθος του ντουλαπιού κάτω από τον νεροχύτη. Όταν έφυγε εκείνη, ξεφορτώθηκε κάθε τι που την θύμιζε: φωτογραφίες, δώρα, ρούχα. Το υγρό πιάτων το είχε κρατήσει ως χρηστικό αντικείμενο. Άνοιξε το ντουλάπι και άπλωσε το χέρι για να το πιάσει,. Ήταν μια μικρή συσκευασία, μισογεμάτη. Άνοιξε το κόκκινο καπάκι φέρνοντας το μπουκάλι στην μύτη.
Αυτό ήταν: μέσα σε δέκατα του δευτερολέπτου επέστρεψε στο παράλληλο σύμπαν της σχέσης του, μιας άλλης ζωής που είχε ζήσει και πάσχιζε εδώ και εβδομάδες ν’ αποποιηθεί. Τι κι αν είχε αλλάξει την διαρρύθμιση των επίπλων, τι κι αν είχε πει σε φίλους να μην αναφέρουν τίποτα γι’ αυτήν, τι κι αν είχε σβήσει τον αριθμό της. Η μυρωδιά τον έκανε να αισθανθεί τόσο έντονα την παρουσία της που νόμιζε ότι από στιγμή σε στιγμή θα νιώσει τα χέρια της να τον αγκαλιάζουν. Ήταν σαν μια ιεροτελεστία που είχαν, μια άτυπη συμφωνία. Με το που άνοιγε την βρύση και ξεκινούσε το πλύσιμο των πιάτων, ερχόταν αυτή από πίσω και τον αγκάλιαζε σφιχτά. Μέχρι να τελειώσει την καθημερινή αυτή δουλειά έμεναν αγκαλιασμένοι κάνοντας την αγγαρεία απόλαυση. Ακόμη και τον τελευταίο καιρό που δεν τα πήγαιναν καλά αυτή πήγαινε και πάλι αγκαλιά. Μέχρι την μέρα που αυτή έφυγε και αυτός δεν ξαναέπλυνε τα πιάτα.
Είχε σταθεί εκεί και πατούσε το μπουκαλάκι ξανά και ξανά εισπνέοντας βαθιά την μυρωδιά. Το στόμα του άρχισε να στραβώνει προς τα κάτω, σαν πρόλογος για κλάμα. Όμως κανένα δάκρυ δεν εμφανίζονταν. Έκλεισε το καπάκι του μπουκαλιού και πήγε στο μπάνιο. Κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη.  Το πρόσωπό του είχε αρχίσει να παραμορφώνεται, οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια του ήταν πιο έντονες από ποτέ και το βλέμμα του σκληρό. Άνοιξε το καπάκι του υγρού και άρχισε να το χύνει στον νεροχύτη χωρίς να πάρει στιγμή τα μάτια του από τον καθρέφτη.
Επιστρέφοντας στην κουζίνα, είδε τα νερά που είχαν αρχίσει να τρέχουν στο πάτωμα από την ανοιχτή βρύση. Βρήκε ένα ξύδι και έπλυνε με αυτό ένα προς ένα τα πιατικά. Καθάρισε και το πάτωμα και αμέσως μετά έπεσε στο κρεβάτι. Τον πήρε κατευθείαν ο ύπνος. Οι μύες του προσώπου χαλάρωσαν και εμφανίστηκε ένα αχνό χαμόγελο κάνοντάς τον να μοιάζει με τρίχρονο παιδί που ξέρει ανιδιοτελώς ν’ αγαπά.