Σάββατο 8 Ιουνίου 2013

Η πόλη των παιδιών*

Στην Βάσω, συνάδελφο εκπαιδευτικό και φίλη.

Κάθε Σεπτέμβρη, μπαίνω σε μια καινούρια πόλη. Θυμάμαι για την πρώτη πόλη, ανέβαινα αμέτρητα σκαλάκια. Για την δεύτερη, έφτανα πάντα την τελευταία στιγμή. Για την τρίτη, περπατούσα πάνω σε κακοτράχαλα χαλίκια. Για την τέταρτη, ακολουθούσα ένα φιδωτό δρόμο. Για την πέμπτη, μου είπαν να πάρω τον δρόμο για το μουσείο. Για την έκτη, περνούσα μέσα από έναν υπέροχο κήπο. Και στο τέλος κάθε διαδρομής, υπήρχε μια πόλη που με περίμενε. Κάτοικοί της, τα παιδιά.
            Κάθε πόλη με διαφορετικές γειτονιές. Οι κάτοικοί της, οι μαθητές μου, μου συστήνονται ένα-ένα και μου χαρίζουν αμήχανα στην αρχή χαμόγελα. Κι ύστερα μου χαρίζουν ζωγραφιές, το γέλιο τους, τις ανησυχίες τους, τα όνειρά τους. Μέρα με την μέρα, μπαίνω στις παρέες τους και ακούω, βλέπω, αισθάνομαι τις ανάγκες τους. Παίζω μαζί τους, δημιουργούμε φανταστικούς κόσμους, λέμε ιστορίες, αυτοσχεδιάζουμε.
            Λίγο μετά τα Χριστούγεννα, οι γειτονιές-τάξεις με περιμένουν για να κλείσω τον κύκλο που ήδη έχουν φτιάξει. Τώρα ξέρω σχεδόν όλα τα ονόματα απ’ έξω. Μέχρι το Πάσχα γνωρίζω τις προτιμήσεις τους, τις αντιδράσεις τους, τις ζαβολιές που σκαρώνουν όταν θέλουν να χαλαρώσουν. Αισθάνομαι πια μέρος της πόλης.
            Όταν περιπλανιέμαι στην πόλη και πολύ περισσότερο όταν επισκέπτομαι τις γειτονιές της, νιώθω στιγμές-στιγμές μια απέραντη ευτυχία. Νιώθω τυχερή  που βρίσκομαι στις πόλεις των παιδιών. Σαν να μην μπορούσα να βρίσκομαι κάπου αλλού, αλλά μόνο εδώ.
            Κι έρχεται ο Ιούνιος και  πρέπει ν’ αποχαιρετήσω τις γειτονιές και να βρω την δύναμη ν’ αφήσω την πόλη πίσω μου. Κάθε φορά είναι δύσκολο. Το πρώτο βήμα έξω από την πόλη μοιάζει χαμένο, χωρίς σκοπό. Αυτό που με παρηγορεί είναι ότι η πόλη θα ερημώσει τους επόμενους τρεις μήνες. Και είναι πολύ περίεργο μια πόλη χωρίς τα παιδιά της. Υπάρχει όμως και κάτι που με φοβίζει, ότι κάποιο Σεπτέμβρη θα μου πάρουν το διαβατήριο για την πόλη των παιδιών και θα μου απαγορεύσουν την είσοδο. Έτσι, τους καλοκαιρινούς μήνες τα παιδιά με συντροφεύουν στα όνειρά μου και μου υπενθυμίζουν την ευθύνη που έχω απέναντί τους. Και ξυπνάω με την λαχτάρα κάποτε να τα ξαναδώ.
            Ήμουν από τα παιδιά που ήθελαν το σχολείο πάντα ανοιχτό. Δεν το μίσησα ποτέ, μόνο αγάπησα τις πολιτείες που γνώρισα. Κι είναι ευλογία για μένα να βρίσκομαι και πάλι μέσα στα σχολεία. Η ψυχολογική κούραση που νιώθει πολλές φορές κάνεις το μεσημέρι μετά το σχολείο, δεν είναι τίποτα μπροστά στα υπέροχα μουτράκια που μένουν χαραγμένα στο μυαλό, όσοι Ιούνηδες και αν έρθουν να τα πάρουν μακριά.

*O τίτλος του άρθρου είναι δανεισμένος από την ομώνυμη ταινία του Γιώργου Γκικαπέππα